Ένα κοριτσάκι λίγων μηνών ανέβηκε πρώτο στη βάρκα διάσωσης στις 28 του περασμένου Νοεμβρίου. “Την είχαν τυλίξει σε μια κουβέρτα. Την ξεσκέπασα λίγο και της έκανα μερικές γκριμάτσες. Άρχισε να γελάει”. Το κοριτσάκι ήταν στη θάλασσα τρεις μέρες, μαζί με τη μητέρα του και άλλους 350, σε μια ξύλινη βάρκα δέκα μέτρα μήκος που είχε ακινητοποιηθεί λίγα μίλια μακριά από το νησί λόγω της φουσκοθαλασσιάς. Ο καπετάνιος Pietro Russo δεν θα ξεχάσει το πρόσωπο του μωρού. Ο επικεφαλής της λιμενικής υπηρεσίας τον παρακάλεσε να παρέμβει, επειδή το λιμενικό δεν είχε τα μέσα να βγει στη θάλασσα με τέτοια θύελλα και στη ζώνη δεν υπήρχαν πλοία του ναυτικού. Στη βάρκα υπήρχαν γυναίκες και παιδιά, ο καπετάνιος του Ghibli δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Όπως δεν είχε κάνει πίσω δυο νύχτες πριν ο καπετάνιος του πλοίου Twenty Two Salvatore Cancemi, ονόματι Schillaci, ο οποίος χωρίς κανέναν δισταγμό, έσπευσε παρά τα 7 μπωφόρ να προσφέρει τις υπηρεσίες του για την ασφάλεια των 300 επιβατών της βάρκας που βρισκόταν στην επικίνδυνη ζώνη.
Η τελευταία περιπολία είχε γίνει 15 μίλια δυτικά του νησιού, κοντά στους βράχους του Λαμπιόνε. Με το φως των προβολέων τα αλιευτικά του στόλου της Mazara χτένισαν τις ζώνες παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. “Τα κύματα ανέβαιναν στα επτά μέτρα και οι βορειοανατολικοί άνεμοι έπνεαν με 70 χιλιόμετρα την ώρα”, λέει ο Cancemi. Είχε πολύ κύμα για να γίνει η προσέγγιση κι επιπλέον το σκοινί που θα ρίχναμε μπορούσε να κοπεί, το ρεύμα ήταν πολύ δυνατό. Αποφασίσαμε λοιπόν να πάμε κι εμείς ως τη βάρκα για να σχηματίσουμε ένα τείχος που θα κόβει τον αέρα.” Ήταν μια φρεγάτα 12 μέτρα, ξύλινη, τα κύματα τη χτυπούσαν αλύπητα. Έψαχναν προστασία από το ρεύμα κάτω από τους βράχους της Λαμπεντούσα στο Cozzo Ponente και συνέχισαν να βγάζουν έξω τα νερά στη μέση της νύχτας. Ύστερα πλησίασαν με το πλοίο για να μεταφέρουν τους επιβάτες. Αυτή ήταν η πιο επικίνδυνη στιγμή, λέει ο ψαράς. Αν οι επιβάτες είχαν απομακρυνθεί νωρίτερα, η φρεγάτα τους θα έχανε την ισορροπία της και θα ανατρεπόταν αμέσως. Και δεν θα’ταν η πρώτη φορά.
Αυτό ακριβώς είχε συμβεί στις 17 Ιουλίου 2007 στον Nicola Asaro, καπετάνιο του Monastir, κατασκευή του 1953. Ψάρευαν κόκκινα καβούρια στις λιβυκές ακτές όταν εντόπισαν μια βάρκα από ελαφρύ πλαστικό με 26 επιβάτες. “Δεν είχαν καύσιμα. Αυτοί χρειάζονταν βενζίνη, εμείς τρέχουμε με υγραέριο και δεν μπορούσαμε να τους βοηθήσουμε σ’ αυτό.” Ο Ασάρο κατέβασε τη σκάλα για να φτάσει τη βάρκα. Η θάλασσα ήταν ήρεμη. Όλα έγιναν σε μια στιγμή. Κάποιος σηκώθηκε, κάποιοι άρχισαν να κινούνται στο πίσω μέρος και η βάρκα αναποδογύρισε. Ρίξαμε αμέσως τις σωσίβιες λέμβους και μερικά σκοινιά στη θάλασσα. Δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν. Άρχισαν να τραβάνε ο ένας τον άλλον κάτω απ’ το νερό.” Στο τέλος κατάφεραν να σώσουν 14 άτομα. “Άλλους 11 τους είδα να πνίγονται μπροστά στα μάτια μου”.
Το ίδιο συνέβη με τον καπετάνιο του Ariete, Gaspare Marrone πριν από λίγους μήνες, τον Ιούνιο. Τραβούσαν τα δίχτυα με τον τόνο. Μια βάρκα με 30 άτομα ανατράπηκε 30 μέτρα από το αλιευτικό. Πέντε κατάφεραν να πιαστούν από τα δίχτυα και 22 ανθρώπους κατάφερε να τους σώσει το πλήρωμα. Τρεις, μεταξύ των οποίων και μια γυναίκα, εξαφανίστηκαν στα κύματα. Ένα χρόνο πριν, ο Μαρόνε είχε σώσει τη ζωή δέκα μεταναστών – τους είχε συναντήσει στην ανοιχτή θάλασσα με θύελλα, αφού βολόδερναν γυμνοί επί δυο ώρες γαντζωμένοι από ένα κατάρτι 20 εκατοστών πλάτους και 4 μέτρων μήκους από τη ναυαγισμένη τους βάρκα. Οι υπόλοιποι 30 συνεπιβάτες τους είχαν πνιγεί. “Από μακριά έμοιαζαν με σημαδούρα - δεν ήθελα να πιστέψω ότι ήταν άνθρωποι. Ρίξαμε τα σωσίβια και ο μηχανοδηγός έπεσε στη θάλασσα να τους βοηθήσει να τα φορέσουν, δεν είχαν πια δυνάμεις…”
Με εξαντλημένες τις δυνάμεις του ήταν στις 23 Αυγούστου 2007 και ο νεαρός μαυριτανός που κολύμπησε 70 μίλια μόνος του μέχρι που τον βρήκε το αλιευτικό Ophelia. “Εκείνη την ώρα ανέτειλε ο ήλιος”, λέει ο Antonio Cittadino, τον είδα τυχαία με το τηλεσκόπιο. Στην αρχή νόμιζα ήταν τόνος. Μετά είδα κάτι να κινείται. Είδα ένα χέρι στον αέρα. Ήταν άνθρωπος.” Επί 48 ώρες κρατούσε ισορροπία ανάμεσα σε τρία ξύλα μιας βάρκας που είχε βουλιάξει. Ήταν ο μοναδικός από 47 επιβάτες. “Τον ανεβάσαμε στο πλοίο. Έπεσε κατάχαμα και δεν μιλούσε καθόλου. Η σάρκα της ήταν λευκή από το αλάτι. Μόλις συνήλθε την επόμενη μέρα άρχισε να με αποκαλεί ‘φίλο του Θεού’." Ο Ρούσο, ο Ασάρο, ο Καντσέμι, ο Μαρόνε, ο Τσιταντίνο και όλοι οι υπόλοιποι καπετάνιοι που ακολούθησαν τη συνείδησή τους, τιμούν την Ιταλία. Γι’ αυτό και η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών τους τίμησε με το βραβείο Per Mare για όσους σώζουν ζωές στη θάλασσα. Πρόκειται για βραβείο σημαντικό, που πρώτη φορά απονεμήθηκε το 2007, για τη δημόσια αναγνώριση της παροχής βοήθειας, σε μια εποχή που η αλληλεγγύη στη θάλασσα έχει φτάσει να θεωρείται ποινικό αδίκημα.
Αυτό το ξέρουν καλά ο καπετάνιος Zenzeri και οι έξι τυνήσιοι ναυτικοί που εδώ και δύο χρόνια περιμένουν δίκη. Μόλις είδε τα δυο παιδιά και την έγκυο γυναίκα μεταξύ των 44 επιβατών, ο καπετάνιος δεν δίστασε καθόλου. Ήταν 8 Αυγούστου 2007. Τους ανέβασαν στο πλοίο. Αυτό ήταν και το σφάλμα του. Ο εισαγγελέας πρότεινε δυόμισυ χρόνια κάθειρξη και 440.000 ευρώ αποζημίωση για τους επτά ναυτικούς με την κατηγορία της υπόθαλψης ανθρώπου που εισέρχεται παράνομα στη χώρα. Κι αυτά συμβαίνουν στα ιταλικά σύνορα. Η απόφαση περιμένουν να βγεί στις 4 Μαΐου 2009. Όταν συνάντησα τον Ζενζέρι στην Τυνησία μου είπε ότι, αν ο χρόνος γυρνούσε πίσω και είχε πάλι την επιλογή, θα έκανε ακριβώς το ίδιο. Αυτός είναι, λέει, ο νόμος της θάλασσας. Η αλληλεγγύη δεν είναι έγκλημα. Είναι πεπεισμένος γι’ αυτό. Το ίδιο και οι συνήγοροί του, ο Leonardo Marino και ο Giacomo La Russa οι οποίοι, αν η απόφαση του Μαΐου είναι καταδικαστική, υπόσχονται να πάνε την υπόθεση μέχρι το ευρωπαϊκό δικαστήριο.