στις 12 Δεκεμβρίου 1998 έφτασε στη Ρώμη ο ηγέτης του Κόμματος των Κούρδων Εργατών, του PKK που από το 1984 βρισκόταν συνεχώς σε πόλεμο στη νοτιοανατολική Τουρκία. Ο Οτσαλάν ζήτησε πολιτικό άσυλο, αλλά η κυβέρνηση του Ντ’ Αλέμα δεν του το προσέφερε και στις 15 Φεβρουαρίου 1999 συνελήφθη από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες στο Ναϊρόμπι και μεταφέρθηκε στις φυλακές του νησιού Ιμραλί για να εκτίσει την ισόβια κάθειρξή του.
Δεν τα κατάφεραν όλοι οι κούρδοι που προσπάθησαν να δραπετεύσουν. Στις 16 Οκτωβρίου 1998 μια παλιά ψαρόβαρκα με 75 επιβάτες που είχε φύγει από το Λίβανο αναγκάστηκε λόγω βλάβης στη μηχανή να προσαράξει στις κυπριακές ακτές και μάλιστα στο νοτιότερο σημείο του νησιού, το Ακρωτήρι. Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, το σημείο αυτό ελεγχόταν από τις βρετανικές αρχές. Δυστυχώς για τους πρόσφυγες.
Δέκα χρόνια μετά, 60 από τους 75 επιβάτες είναι ακόμη εγκλωβισμένοι στη Δεκέλεια, μία από τις Διοικήσεις Κυρίαρχων Βρετανικών Βάσεων (SBA), περιοχές που είναι υπό βρετανικό έλεγχο από το 1960, την εποχή της ανεξαρτησίας του νησιού, πρώην αποικίας της αυτού μεγαλειότητος. Πρόκειται για δύο φέτες γης περίπου 250 τετραγωνικών χιλιομέτρων με 3500 κατοίκους, κυρίως στρατιωτικό προσωπικό και άγγλους δημοσίους υπαλλήλους.
“Όταν θα πάω στον παράδεισο, ο Θεός θα μου πει να γυρίσω πίσω στη γη επειδή δεν έχω εθνικότητα”. Ο Μουσταφά J.S. γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου του 1974. Στη στραπατσαρισμένη του ταυτότητα, εκεί που γράφει “εθνικότητα”, ο ίδιος έχει συμπληρώσει “stateless”, δηλαδή χωρίς κράτος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Συρία, επισήμως όμως δεν είναι πολίτης κανενός κράτους. Η ιστορία της οικογένειάς του ξεκίησε τον 18ο αιώνα όταν ένα αγόρι από την Αρμενία άφησε την Τουρκία για να πάει να μείνει σ’ ένα κουρδικό χωριό της Συρίας.
Από μικρό παιδί ο Μουσταφά γνωρίζει την περιφρόνηση στο σχολείο και στο δρόμο, στην πόλη της Αλ Χασάκα στην ανατολική Συρία. Στην ηλικία των δώδεκα, ο μεγάλος του αδελφός τον ενθαρρύνει να παίξει μπουζούκι, ένα χαρακτηριστικό ελληνικό και εν γένει ανατολίτικο έγχορδο. Πολύ νέος γίνεται περιζήτητος δεξιοτέχνης του οργάνου, τον ζητάνε παντού και περνά ολόκληρα τρίμηνα περιοδεύοντας. Είναι άπατρις, δεν έχει επίσημη εθνικότητα και αυτό τον δυσκολεύει, αφού δεν μπορεί να δουλέψει νόμιμα ούτε να μετακινηθεί από την περιοχή που μένει. Επαφίεται στα χαρτιά των υπολοίπων του συγκροτήματος, που είναι όλοι κούρδοι. Οργανώνουν βραδιές αραβικής μουσικής, αλλά συμμετέχουν και σε πολιτικά γεγονότα που συνοδεύονται από ήχους της κουρδικής παράδοσης.
Τον Μάρτιο του 1997, με την ευκαιρία του εορτασμού του Νεβρόζ, της πρωτοχρονιάς των κούρδων, παρά τον κίνδυνο, το συγκρότημα του Μουσταφά δέχεται να παίξει στην κεντρική πλατεία της Αλ Χακάσα. Στο τέλος της συναυλίας, με το που κατεβαίνουν από τη σκηνή, τους επιτίθενται αστυνομικοί και αρχίζουν να τους χτυπούν μπροστά στον κόσμο. Τους συλλαμβάνουν και τους κρατούν στο αστυνομικό τμήμα για 72 ώρες. Περνούν τρεις μέρες εξευτελισμών και βασανιστηρίων. Ένας φίλος είχε προειδοποιήσει τον Μουσταφά: Ο πόνος είναι τρομερός τα πρώτα πέντε λεπτά. Αν αντέξεις όμως τα χτυπήματα το πρώτο μισάωρο, μετά δεν νιώθεις τίποτα. Τελικά έγινε ως εξής: Τον χτυπούσαν τέσσερις άντρες για οκτώ συνεχείς ώρες, ρωτούσαν τα ονόματα των κούρδων ηγετών, ο Μουσταφά έλεγε πως δεν ξέρει τίποτε. Κάποια στιγμή άρχισαν να τον χτυπούν με έναν μαύρο λαστιχένιο σωλήνα – τον έδεναν στο χέρι κι ο σωλήνας χτυπούσε μόνος του. “Σκοτώστε με αν αυτό είναι που θέλετε. Δεν ξέρω τίποτα”.
Προσπαθώ να φανταστώ την κατάσταση. Ο Μουσταφά έχει γερή κράση, είναι μυώδης σαν οικοδόμος, έχει μπάσα φωνή και φλέβες που φουσκώνουν όταν νευριάζει. Έτσι και τώρα που καθόμαστε στο ντιβάνι στο σπίτι του στη Δεκέλεια. Μόλις έμαθε για τη σύλληψη, ο πατέρας του έδωσε σ’ έναν αξιωματούχο 4.000 δολλάρια ώστε αυτός με τη σειρά του να δωροδοκήσει την αστυνομία μήπως και γλυτώσει τον Μουσταφά από τα χειρότερα βασανιστήρια. Σε τρεις μέρες ήταν ελεύθερος. Για να ξαναπερπατήσει βέβαια ήθελε δυο μήνες, τα πόδια του, όπως και όλων τους, είχαν καταστραφεί από τα βασανιστήρια. Τους είχαν κάνει φάλαγγα - τα πέλματά τους είχαν πρηστεί τόσο που δεν χωρούσαν τα πόδια στα παπούτσια. “Από νούμερο 43 πήγα στο
Ο Μουσταφά ήθελε να σταματήσει να παίζει μουσική. Είπε στους φίλους του ότι θα εγκαταλείψει το συγκρότημα. Εκείνοι επέμειναν και τελικά τον έπεισαν να επιστρέψουν στο πάλκο. Έτσι κι έγινε. Ήταν εργατική πρωτομαγιά του 1998. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Συρίας οργάνωσε μεγάλο εορασμό στην Αλ Χασάκα. (Ο Μουσταφά δεν διστάζει να ασκήσει κριτική. Θυμάται τους 5.000 μάρτυρες της Χαλάμπια στο Ιράκ που βομβάρδισε ο Σαντάμ με χημικά αέρια το 1988.) Με το που τελείωσε η συναυλία, πηγαίνοντας σπίτι με τα πόδια, ο Μουσταφά είδε τρία περιπολικά της αστυνομίας έξω από την πόρτα του. Έτρεξε σ’ έναν φίλο που έστειλε ένα μικρό παιδί να δει τι έγινε.
Το μήνυμα της μητέρας ήταν ξεκάθαρο: Ο Μουσταφά έπρεπε να δραπετεύσει. Έτσι κατέφυγε σε μια γειτονική περιοχή, όπου έμενε η αδελφή του πατέρα του. Τον βοήθησε ένας θείος του. Πρώτα πήγε στη Δαμασκό, μετά στη Βηρυττό, μετά στο Λίβανο. Κι από κεί στην Τρίπολη της Λιβύης, από όπου έφυγε για την Ιταλία για να ξαναβρεθεί εγκλωβισμένος στην Κύπρο. Ακόμη δεν μπορεί να γυρίσει στη Συρία ο Μουσταφά. Πόσο μάλλον τώρα που έχει γυναίκα και παιδιά, το ένα γεννημένο στη στρατιωτική βάση, το άλλο στην Κύπρο. Κανένα από τα δύο δεν έχει υπηκοότητα. Οι ταυτότητες των γονέων γράφουν “εθνικότητα μη πιστοποιημένη”. Η γυναίκα του, τάξη του ’72, είναι από τη Βιρμανία. Βρέθηκε στην Κύπρο ως οικιακή βοηθός, έχασε τη δουλειά και τα χαρτιά της και ζήτησε άσυλο. Μέχρι το 2004 που η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ, ο Μουσταφά δεν μπορούσε να φύγει από τη Βάση, ούτε να δουλέψει. Τελικά, τον Ιανουάριο του 2007, μετά από οκτώ χρόνια αναμονής, αναγνωρίστηκε από το κυπριακό κράτος ως πρόσφυγας. Το 2004 η Κύπρος υπέγραψε υπόμνημα αλληλοκατανόησης με τη Διοίκηση Κυρίαρχων Βάσεων ώστε να φροντίσει για τους 60 αιτούντες άσυλο και τα 16 παιδιά που είχαν γεννηθεί στην αγγλική βάση μετά την άφιξή τους. Τώρα ο Μουσταφά δουλεύει οικοδόμος. Αγόρασε κι ένα μπουζούκι, αλλά του το σπάσαν τα παιδιά. Έτσι κι αλλιώς, τα χέρια του δεν έχουν την αλλοτινή τους επιδεξιότητα, έχουν γεμίσει κάλλους.
Τον Φεβρουάριο του 2007, οι βρετανικές αρχές της Βάσης στην Κύπρο ήθελαν να απελάσουν τους έξι αιτούντες άσυλο και να καταστρέψουν τα παλιά σπίτια που τους είχαν φιλοξενήσει για χρόνια. Οι πρόσφυγες όμως οργάνωσαν δράση διαμαρτυρίας: για οκτώ μήνες, από το πρωί ως το βράδυ έφραζαν την πλατεία μπροστά από τη Βάση στο δρόμο της Δεκέλειας. Τελικά τα κατάφεραν. Ανάμεσά τους και ο Σαϊντ. Είναι κούρδος κι αυτός, αλλά από το Ιράκ. Στις 8 Οκτωβρίου του 1998 έφτασε στη λιβυκή Τρίπολη με την ίδια ψαρόβαρκα με την οποία είχε ταξιδέψει και ο Μουσταφά. Ήταν με τη γυναίκα του και το έξι μηνών μωρό τους. Είχαν φύγει μαζί από τη Μοσούλη κατά τον πρώτο πόλεμο στον κόλπο το 1990 με σκοπό να καταφύγουν σε κάποια περιοχή του ιρακινού Κουρδιστάν. Μέχρι τότε δεν είχαν αντιμετωπίσει προβλήματα με το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (PDK) του Μασούντ Μπαρζανί. Μα κατάλαβε ότι ήθελαν να σκοτώσουν αυτόν και τον εξάδελφό του. Κατάφερε να δραπετεύσει στο Λίβανο μαζί με την οικογένειά του. Και πέντε μήνες μετά πλήρωσε 11.000 δολλάρια μετρητά στη “μαφία”, όπως την αποκαλεί, για να φτάσει στη Γερμανία.
Δέκα χρόνια μετά είναι ακόμη στην Κύπρο. Εντωμεταξύ έχει άλλα τέσσερα παιδιά, μα οι αιτήσεις του για άσυλο έχουν απορριφθεί δύο φορές και δεν έχει άδεια εργασίας. Του είπαν να ξανακάνει αίτηση για άσυλο στις κυπριακές αρχές. Αυτός δεν θέλει ν’ ακούσει τίποτα. Μα πώς, ρωτάει, μετά από δέκα χρόνια αβεβαιότητας, δύο χρόνια κράτησης με τη γυναίκα του και δύο μωρά, στην Επισκοπή, να ξαναρχίσει όλη τη διαδικασία από την αρχή; Πόσα ακόμη χρόνια θα πρέπει να περιμένει; Ο Σαϊντ αρνείται να δεχτεί ότι έζησε δέκα χρόνια κυνηγημένος. Δέκα χρόνια που ποτέ δεν θα πάρει πίσω. Κανείς δεν θα τους δώσει πίσω τη ζωή που έχασε για να περάσει στην Ευρώπη. Δεν θα βρούνε το δίκιο τους. Και τελικά ούτε που θα θέλουν να θυμούνται…
Στις 23 Σεπτεμβρίου οι αιγυπτιακές αρχές ανακοίνωσαν ότι χάθηκε ένα πλοίο με 83 αιγύπτιους μετανάστες που κατευθυνόταν προς την Ελλάδα. Είχε φύγει τρεις μέρες πριν από την πόλη Ντουμγιάτ, κοντά στο Πόρτο Said. Δύο εβδομάδες πριν, στις 10 Σεπτεμβρίου, βρέθηκε ένα δωδεκάμετρο σκάφος που είχε παρασυρθεί από το ρεύμα 7 μίλια από το λιμάνι Falmouth, στην Αντίγουα της Καραϊβικής – δηλαδή στην άλλη όχθη του Ατλαντικού… Πάνω στο σκάφος υπήρχαν οι σκελετοί οκτώ ανθρώπων. Και ένα διαβατήριο του Μαλί. Είχε γίνει το εξής: Το σκάφος ξεκίνησε με προορισμό τα Κανάρια, παρασύρθηκε από τα ρεύματα κι έφτασε μέχρι την Καραϊβική. Κάτι παρόμοιο συνέβη πέρσυ στα Μπαρμπάντος. Τέτοιες ειδήσεις μας δίνουν το μέτρο για το πόσα ναυάγια-φαντάσματα γίνονται και δεν μαθαίνουμε τίποτα…Πόσοι άνθρωποι να χάνονται άραγε έτσι; Δυστυχώς δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Οι σφαγές των μεταναστών και των προσφύγων στα ευρωπαϊκά σύνορα συνεχίζονται αδιάκοπα, συνοδευόμενες από τον κυνισμό και την αδιαφορία της Ευρώπης και των χωρών της Μεσογείου. Ο απολογισμός του Σεπτεμβρίου είναι 191 καταγεγραμμένοι θάνατοι. Εκτός από το ναυάγιο των Αιγύπτιων και τους οκτώ που βρέθηκαν στην Καραϊβική, καταγράφηκαν 54 θύματα στο Κανάλι της Σικελίας, 35 από τα οποία χάθηκαν σε ναυάγιο στα ανοιχτά της Μάλτας. Ένας άντρας βρέθηκε νεκρός στο θαλάσσιο δρόμο μεταξύ Αλγερίας και Σαρδηνίας. Στις 4 Σεπτεμβρίου, στα ανοιχτά των Καναρίων Νήσων βρέθηκε βάρκα με 13 νεκρούς και με τους υπόλοιπους επιβάτες να υποφέρουν από οξεία αφυδάτωση. Είχαν φύγει δώδεκα μέρες πριν από τη Μαυριτανία. Ένα πτώμα βρέθηκε στη θάλασσα κοντά στη βάρκα και ένας ακόμη άντρας υπέκυψε στο νοσοκομείο λίγες μέρες μετά. Και στη Μαυριτανία πέθαναν δύο άντρες αφού απελάθηκαν από το Μαρόκο και εγκαταλείφθηκαν στη μέση της ερήμου.
Τουλάχιστον 21 πρόσφυγες από την Ερυθραία και την Αιθιοπία πίγηκαν σε ένα ποτάμι στο Σουδάν όταν προσπάθησαν να περάσουν παράνομα στο Χαρτούμ για να φύγουν από κει για τη Λιβύη. Δύο άντρες σκοτώθηκαν από πυρά της αιγυπτιακής αστυνομίας στα σύνορα της Αιγύπτου με το Ισραήλ. Ένας 16χρονος αφγανός βρέθηκε νεκρός στο λιμάνι του Μπρίντιζι, κρυμμένος σε φορτηγό που είχε φύγει από την Ελλάδα. Και στην Ελλάδα τέσσερις άντρες βρέθηκαν νεκροί σε ναρκοπέδιο του Έβρου, στα σύνορα με την Τουρκία.
To know more:
Gabriele Del Grande. The black and white pictures have been kindly given to us by Elisabeth Cosimi