02 November 2008

Τυνησία: Η δικτατορία νότια της Λαμπεντούσα

françaisenglishitalianodeutschturkishespañolgreekdanish
Οκτώβριος 2008: Τουλάχιστον 108 άτομα έχασαν τη ζωή τους στις πύλες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Μαρόκο (49), την Ισπανία (9), την Ελλάδα (20), την Τουρκία (18), την Αλβανία (5), την Αίγυπο (3), το Μορτάρ (2) και τη Γαλλία (2)

ΤΥΝΗΣΙΑ. Συνδικαλιστές συνελήφθησαν και βασανίστηκαν. Διαδηλωτές δολοφονήθηκαν από την αστυνομία. Δημοσιογράφοι στη φυλακή. Και μια ισχυρή μηχανή λογοκρισίας προσπαθεί να συγκρατήσει την οργή. Δεν πρόκεται για μάθημα ιστορίας σχετικά με τον φασισμό, πρόκειται για απλή αναφορά των τελευταίων δέκα μηνών στην Τυνησία, για ένα χρονικό που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία σχετικά με τη φύση του καθεστώτος του Ζίνε ελ Αμπάντινε Μπεν Αλί – επικεφαλής της χώρας από το 1987- και που αποκαλύπτει την κρυμμένη πλευρά μιας χώρας που κάθε χρόνο επισκέπτονται εκατομμύρια τουρίστες και εγκαταλείπουν χιλιάδες μετανάστες. Για να πραγματοποιήσω αυτήν την αναφορά χρειάστηκε να φτάσω παράνομα στην πόλη της Ρεντεγιέφ, την καρδιά της εξέγερσης στα νοτιοανατολικά της χώρας και να συναντήσω τους βασικούς μάρτυρες αυτού που οι δημοκρατικοί κύκλοι της Τυνησίας αποκαλούν ήδη το σημαντικότερο και διαρκέστερο κοινωνικό κίνημα της Τυνησίας των τελευταίων είκοσι χρόνων. Όταν η αστυνομία με εντόπισε ήταν πλέον αργά. Από κείνη την ημέρα όμως μέρα νύχτα με παρακολουθούσαν μπάτσοι με πολιτικά. Το τηλέφωνό μου είχε συνεχώς παρεμβολές και θορύβους. Προσπαθούσαν να με τρομοκρατήσουν. Στο αεροδρόμιο της Τύνιδας ψάχνοντας τα πράγματά μου δεν βρήκαν αυτό που ήθελαν. Οι συνεντεύξεις που είχα πάρει είχαν φτάσει στην Ιταλία πριν από μένα, χάρη σ’ ένα ασφαλές σύστημα λαθραίου ταχυδρομείου και μια καλή σύνδεση ίντερνετ.

La strada per RedeyefΤο Ρεντεγιέφ είναι μια πόλη 37.000 κατοίκων στην περιοχή της Γκάφσα, 400 χιλιόμετρα νότια της Τύνιδας. Βρισκόμαστε στα σύνορα με την Αλγερία, στην καρδιά του μεγαλύτερου λατομείου φωσφορικών αλάτων στον κόσμο. Τα λατομεία εκτείνονται από το Μουλάρες στο Ρεντεγιέφ, από το Μντίλα στο Μετλάουι. H γραμμή του ορίζοντα είναι μια γκρίζα αλυσίδα από βραχώδη όρη και πίσω της ένας ουρανός με το γαλάζιο του να έχει θολώσει από τις σκόνες του λατομείου. Τα κοιτάσματα ανακαλύφθηκαν κατά την αποικιακή περίοδο το 1897 από τον Γάλλο Philippe Thomas. Η Εταιρεία Φωσφορικών Αλάτων της Γκάφσα (CPG) εθνικοποιήθηκε λίγο μετά την ανεξαρτησία το 1956. Από τα λατομεία αυτά μέχρι το 2007 εξάχθηκαν 9 εκατομμύρια τόνοι φωσφορικών αλάτων που καθιστούν την Τυνησία πέμπτη παραγωγό στον κόσμο αυτού του ορυκτού, που προορίζεται για την παραγωγή λιπασμάτων. Οι πρώτοι αγοραστές είναι η Κίνα και η Ινδία και η ζήτηση εξαρτάται από την αγορά. Η τιμή ενός τόνου ακατέργαστου φωσφόρου από 40 δολάρια το 2007 έφτασε σήμερα στα 130, ενώ το υδρογονορθοφωσφορικό διαµµώνιο (διαµµωνικό φωσφορικό άλας) έφτασε τα 1000 δολάρια ανά τόνο. Τα κέρδη της CPG έχουν πολλαπλασιαστεί,, για τις απολαβές της πόλης όμως ισχύει το αντίστροφο.

Χάρη στον εκσυγχρονισμό των συστημάτων εκσκαφής στα λατομεία τα τελευταία 25 χρόνια, η CPG έχει καταφέρει να περικόψει το 75% των εργαζομένων και να διπλασιάσει την παραγωγή της. Σήμερα εργάζονται στην εταιρεία 5000 άτομα. Και στις πόλεις των μεταλλωρύχων η ανεργία έχει φτάσει το 40%. Η CPG είναι η μόνη εταιρεία που αναπτύσσεται στην περιοχή. Η γεωργία και η κτηνοτροφία έχουν μετριαστεί δραστικά λόγω της μόλυνσης του νερού από τα συστήματα καθαρισμού του φωσφορικού άλατος. Σε αυτές τις συνθήκες, κάθε χρόνο εκατοντάδες νέοι “καίνε τα σύνορα” όπως λένε στα αραβικά και φεύγουν με κατεύθυνση τη Λιβύη και τη Λαμπεντούσα. Και να σκεφτεί κανείς ότι μέχρι τη δεκαετία του ’60 το Ρεντεγιέφ φιλοξενούσε μετανάστες από τη Λιβύη, την Αλγερία, το Μαρόκο, τη Μάλτα, ακόμη κι από την Ιταλία που κατέφευγαν στην Τυνησία για δουλειά στα λατομεία της CPG. Η πυκνή συγκέντρωση εργατών στην περιοχή γέννησε τις πρώτες εμπειρίες του συνδικαλισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1900 και δημιούργησε τη συνδικαλιστική παράδοση που αποτελεί τη βάση του σημερινού κινήματος. Το κίνημα αυτό διεκδικεί από τον Ιανουάριο του 2008 από την κυβέρνηση να επιστρέψει στον κόσμο που ζει στην περιοχή τον πλούτο που παρήγαγε η CPG και να φροντίσει για τις καταστροφές που προξένησε η εταιρεία στο περιβάλλον.

Όλα ξεκίνησαν στις 5 Ιανουαρίου 2008, όταν η εταρεία φωρφορικού άλατος της Γκάφσα ανακοίνωσε τα αποτελέσματα ενός δημόσιου διαγωνισμού για 80 θέσεις εργασίας για τις οποίες είχαν υποβάλλει αίτηση πάνω από 10.000 άτομα. Η λίστα θεωρήθηκε πλαστογραφημένη και ο διαγωνισμός διαβλητός. Οι άνεργοι νέοι εξεγέρθηκαν και κατέλαβαν τη γραμματεία του συνδικάτου των μεταλλωρύχων (UGTT) το οποίο κατηγορούσαν για εμπλοκή στο σκάνδαλο.

Σύντομα στο πλευρό των εξεγερμένων τέθηκαν και 11 χήρες ζητώντας από την εταιρεία αποζημίωση για τα παιδιά των εργατών λατομείου που έχασαν τη ζωή τους στη δουλειά. Πολλά μέλη του συνδικάτου ενώθηκαν με τους εξεγερμένους. Εντωμεταξύ δμιουργήθηκε στην Τύνιδα εθνική επιτροπή αλληλεγγύης στους μεταλλωρύχους και στις 4 Απριλίου πραγματοποιηθηκαν εκδηλώσεις αλληλεγγύης και με τη συμμετοχή συνδικαλιστών από το Ρεντεγιέφ. Κατά την επιστροφή του στις 7 Απριλίου στο Ρεντεγιέφ, οι συνδικαλιστές αυτοί συνελήφθησαν μαζί με δεκάδες αλληλέγγυους. Ανάμεσά τους και ο Αντνάν Χατζί, γραμματέας του συνδικάτου δασκάλων του Ρεντεγιέφ.

Την ίδια μέρα οι δάσκαλοι ανέστειλαν τα μαθήματα και κήρυξαν γενική απεργία που κράτησε τρεις μέρες. Στις 9 Απριλίου γύρω στις 30 γυναίκες κατέβηκαν στο δρόμο ζητώντας να αποφυλακιστούν οι άντρες τους. Μαζί τους ενώθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι από ολόκληρη την πόλη και πραγματοποίησαν πορεία προς το δημαρχείο. Την επόμενη μέρα οι συνδικαλιστές απελευθερώθηκαν. Με την άφιξή τους στην πόλη, ένα πλήθος 20.000 ατόμων καλωσόρισε τον νέο του ηγέτη τον Αντνάν Χατζί

Εντωμεταξύ στη Γαλλία ξεκίνησαν κινήσεις αλληλεγγύης από τυνήσιους μετανάστες, ειδικά μάλιστα στη Νάντη, όπου υπάρχει μεγάλη κοινότητα μεταναστών από το Ρεντεγιέφ. Στηνπεριοχή του λατομείου οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν. Στις 6 Μαίου 2008 ο Χιτσάμ Μπεν Τζεντού έχασε τη ζωή από ηλεκτροόκ την ώρα που μια ομάδα ανέργων νέων επιχειρούσαν να καταλάβουν αντιδραστήρα στο Ταμπεντίτ σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Αυτόπτες μάρτυρες κατηγόρησαν την αστυνομία ότι άνοιξε του διακόπτες του ρεύματος ενώ γνώριζε ότι οι καταληψίες άγγιζαν εκείνη τη στιγμή τα καλώδια. Αυτή ήταν η αρχή της καταστολής.

Ενισχύσεις αστυνομικών μονάδων έφτασαν στην περιοχή των λατομείων από την Τύνιδα για να ελέγχουν την πρόσβαση στο Ρεντεγιέφ από όλες τις οδούς. Μπάτσοι με πολιτικά παρακολουθούσαν ανθρώπους που συμμετείχαν στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Στις 6 Ιουνίου η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά τη διάρκεια διαδήλωσης. Σκοτώθηκε ο Χαφνάουι Μαγκζάουι και τραυματίστηκαν 27 άτομα. Ένας από τους τραυματίες, ο Αμπντελκαλέκ Ααμίντι υπέκυψε στο νοσοκομείο τρεις μήνες μετά, στις 14 Σεπτεμβρίου. Στις επόμενες εβδομάδες συνελήφθησαν διακόσια άτομα., συνδικαλιστές και μη. Τη νύχτα μεταξύ 21ης και 22ης Ιουνίου συνελήφθη ξανά ο Αντνάν Χατζί.

Zakiya DhifaouiΤοκίνημα φαινόταν αποκεφαλισμένο. Βέβαια δεν είχε συλληφθεί ακόμη καμία γυναίκα. Έτσι, οι γυναίκες, σύζυγοι των συνδικαλιστών και των ακτιβιστών που βρίσκονταν στη φυλακή, ξαναγύρισαν στους δρόμους στις 27 Ιουλίου ζητώντας να απελευθερωθούν οι φυλακισμένοι αγωνιστές. Ανάμεσά τους και η Ζακίγια Ντιφάουι, γεννηθείσα το 1966, δημοσιογράφος και δασκάλα. Είχε έρθει από το Καϊρουάν για να καλύψει τις κινητοποιήσεις για την αντιπολιτευτική εφημερίδα Muatinum. Τοάρθρο της όμως δεν θα δημοσιευθεί ποτέ. Εκείνη τη μέρα η Ντιφάουι συνελήφθη. Με τη σύλληψή της το κράτος έστελνε μύνημα προς όλους τους τυνήσιους δημοσιογράφους: Μην έρχεστε στο Ρεντεγιέφ, μηνγράφετε γι΄αυτό. Αυτή είναι η άλλη όψη της καταστολής: η λογοκρισία κάθε ευαίσθητης πληροφορίας. Η Ντιφάουι καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσεράμισυ μηνών. Δεν είναι η μόνη δημοσιογράφος στη φυλακή. Και δεν είναι μόνο τα φυσικά πρόσωπα που φυλακίζονται, είναι η ίδια η ελευθερία της έκφρασης.

Οι ιστότοποι dailymotion και youtube όπου είχαν ανεβεί τα βίντεο από τις διαδηλώσεις που αποδείκνυαν και τη βία της αστυνομίας, απαγορεύτηκαν από τον Νοέμβριο του 2007. Ο Μασούντ Ρομντανί, εεκπρόσωπος Τύπου του κινήματος αλληλεγγύης, ξυλοκοπήθηκε από μπάτσους με πολιτικά στην Τύνιδα. Ο Αμόρ Γκοντέρ, δημοσιογράφος της αντιπολιτευτικής εφημερίδας Tareq el Jedid, ξυλοκοπήθηκε από δύο αστυνομικούς το βράδυ της 26ης Ιουνίου στη Νέφτα. Ο Μπουλκουαντούς Φαχίμ, δημοσιογράφος του καναλιού El Hiwar – που έβγαλε στον αέρα βίντεο από το Ρεντέγεφ μέσω του ιταλικού δορυφορικού καναλιού Arcoiris- αγνοείται από τις 5 Ιουλίου, μέρα που εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του και προσπάθησε να διαφύγει. Ο Μαχμούντ Ρανταντί, δημιουργός των βίντεο αυτών, συνελήφθη στις 21 Ιουνίου. Ο Ρανταντί και ο Μπουλκουαντούς σύντομα θα περάσουν από δίκη μαζί με άλλους 38 διαδηλωτές, μεταξύ των οποίων και 14 συνδικαλιστές. Κατηγορούνται για σύσταση συμμορίας, Η δίκη ξεκινά στα τέλη Νοεμβρίου στο δικαστήρια της Γκάφσα.

TunisiΠρόκειται αναμφίβολα για μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές δίκες επί της προεδρίας του Μπεν Αλί, μιας προεδρίας αδιάκοπης από το 1987. Τον Νοέμβριο του 2009 είναι οι προεδρικές εκλογές στην Τυνησία. Οι θάνατοι στο Ρεντεγιέφ δεν είναι αρκετοί για να υπονομεύσουν τη δύναμη του RDCμ του Συνταγματικού Δημοκρατικού Κόμματος, ούτε για να αναζωπυρώσουν την αντίσταση, μετά από τόσα χρόνια καταστολής και καταπίεσης. Οι συνήγοροι υπεράσπισης το γνωρίζουν αυτό, η απόφαση του δικαστηρίου είναι ειλημμένη…Αλλά τα περιστατικά της ιστορίας συσσωρεύονται … λέει ένας απ’ αυτούς, ανώνυμα. Το έχει πει πριν από έναν αιώνα κι ένας τυνήσιος ποιητής, ο Κατσέμ Τσεμπί: “Όταν οι άνθρωποι επιλέγουν τη ζωή, η μοίρα οφείλει να ανταποκριθεί, η νύχτα να ανάψει και οι αλυσίδες να σπάσουν”.

ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
written by Gabriele Del Grande, translated by Lia Yoka